- πικραλίδα
- ηείδος φυτού, αλλιώς πικρίδα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πικραλίδα — (ταράξακο το φαρμακευτικό). Ποώδες πολυετές φυτό της οικογένειας των συνθέτων ή κομποζίτων (δικοτυλήδονα). Συναντάται στους φράχτες, στις άκρες των δασών και των δρόμων, στα λιβάδια, σε χέρσους αγρούς, παντού στην Ελλάδα. Είναι φυτό άκαυλο, με… … Dictionary of Greek
πρικαλίδα — η, Ν (στον Ερωτόκρ.) η πικραλίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πικραλίδα, με μετάθεση τού ρ ] … Dictionary of Greek
καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… … Dictionary of Greek
κιχόριο — ή κιχώριο το (Α κιχόριον) γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην τάξη αστερώδη, οικογένεια σύνθετα και περιλαμβάνει σημαντικά από οικονομική άποψη είδη, όπως είναι τα γνωστά με τις κοινές ονομασίες … Dictionary of Greek
μαρουλιά — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 27 κάτ.) στην πρώην επαρχία Γυθείου του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται ΒΔ του Γυθείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γυθείου. * * * η βοτ. κοινή ονομασία τού είδους Taraxacum officinale τού γένους Ταραξάκο, αλλ.… … Dictionary of Greek
πικραλίς — ἡ, Α βλ. πικραλίδα … Dictionary of Greek
πικρομάρουλο — το, Ν·.1. το φυτό κιχώριο, η πικραλίδα 2. παροιμ. «πολλά φαες, καρδούλα μου, φάε και πικρομάρουλα» παρηγορήσου, κάνε υπομονή, έχεις περάσει και καλές μέρες στο παρελθόν … Dictionary of Greek
ραδίκι — Κοινή ονομασία αρκετών ποικιλιών φυτών του γένους κιχώριο (τσικούρι) της οικογένειας των συνθέτων. Κυρίως όμως ρ. ονομάζεται το κιχώριο το ίντυβο, το γνωστό άγριο Ρ., κοινό σε όλη την Ελλάδα· έχει ρίζα κυλινδρική και φύλλα επιμήκη, λογχοειδή… … Dictionary of Greek
ταραξάκο — το, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σύνθετα τής τάξης αστερώδη και περιλαμβάνει 50 60 είδη πολυετών ποωδών φυτών με κοσμοπολιτική κατανομή, από τα οποία γνωστότερο είναι το είδος Taraxacum officinale με τις… … Dictionary of Greek
πικρίδι — το φυτό με πικρό χυμό, λαγόψωμο, πικραλίδα, γαλατσίδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)